ευυψής

ευυψής
εὐυψής, -ές (Μ)
αυτός που έχει μεγάλο ύψος («οἱ εὐυψεῑς καὶ ἀκρόκομοι φοίνικες», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υψής (< ύψος), πρβλ. αν-ισο-υψής, ισο-υψής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”